κορινθιαζομαι

κορινθιαζομαι
    κορινθιάζομαι
    жить по-коринфски, т.е. распутничать Arph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κορινθιαζομαι" в других словарях:

  • κορινθιάζομαι — (Α) [κορίνθιος] 1. ασκώ το επάγγελμα τής πόρνης, όπως οι εταίρες τής αρχαίας Κορίνθου 2. είμαι μαστροπός 3. καλλωπίζομαι όπως οι εταίρες …   Dictionary of Greek

  • Κορινθιάζομαι — practise fornication pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορινθιάζεσθαι — Κορινθιάζομαι practise fornication pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Homosexualité dans les sources chrétiennes latines — Sodoma (Giovanni Antonio Bazzi), Saint Sébastien, 1525, Florence, palazzo Pitti[1]. Les multiples positions des Églises chrétiennes actuelles sur la question homosexuelle[2] …   Wikipédia en Français

  • κορινθιαστής — κορινθιαστής, ὁ (Α) [κορινθιάζομαι] 1. αυτός που κυνηγά εταίρες, πορνοβοσκός, μαστροπός 2. ως κύριο όν. Κορινθιαστής τίτλοι κωμωδιών («Φιλέταιρος Κορινθιαστῇ») …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»